Φωτορροές, κείμενο Κατερίνας Κοσκινά

Η σχέση ανάμεσα στο έργο τέχνης και το κείμενο που προσπαθεί να το αναλύσει είναι μία σχέση πολύ ιδιόρρυθμη. Γίνεται δε ακόμη πιο ιδιόρρυθμη όταν το έργο είναι σαν την νέα δουλειά του Βασίλη Γέρου. Μια δουλειά «άμεση» που στοχεύει απ’ ευθείας το μάτι και το νου του θεατή, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια για θεωρητικές αναπτύξεις.

Ο Β. Γέρος απ’ τα πρώτα του έργα έδειξε ότι θ’ ακολουθούσε μία πορεία περιπετειώδη, αλλά και σταθερή. Aπό την αρχή ενδιαφέρθηκε για υλικά που δύσκολα συνδυάζονται με την «κλασσική» εικαστική παιδεία που πήρε στην Φλωρεντία. Το πλέγμα, σαν παγίδα αλλά και σαν προστατευτικό περιτύλιγμα, εμφανίζεται πολύ νωρίς στο έργο του, όπως και το πλεξιγκλάς. Σύντομα τα υλικά αυτά, διαφοροποιημένα στην αρχή, ενώθηκαν για να σχηματίσουν παράξενες γεωμετρικές συνθέσεις. Aυτό που φαίνεται ν’ απασχόλησε τον Β. Γέρο απ’ την αρχή και που εξηγεί την χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων υλικών, είναι το ζήτημα της διαφάνειας και γενικότερα του φωτός, με απώτερο σκοπό την δημιουργία έργων ανάλαφρων, σχεδόν δίχως όγκο, που θα στέκονται στο χώρο. H επιλογή του αυτή οφείλεται σε μία αντιμετώπιση του έργου τέχνης, περισσότερο εννοιολογική παρά αισθητική. Aυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει σήμερα και μετά από πολλές έρευνες τον Β. Γέρο, είναι η δημιουργία ενός κόσμου, καθ’ ομοίωση του μακρόκοσμου, ενός χώρου που έχει δική του ζωή. Το έργο του λοιπόν δεν αναπαριστά κάτι. Eπιδιώκει ν’ αποδώσει την εσωτερική ζωή του αισθητικού αντικειμένου.

Το πλέγμα, που στα παλαιότερα έργα αντικαθιστούσε το σχέδιο, χάνεται σιγά - σιγά. Μία νέα δική του τεχνική έρχεται να υπογραμμίσει την προαιώνια «άσπονδη» σχέση μεταξύ χρώματος και σχεδίου, που γίνονται πλέον τα οργανικά στοιχεία της δουλειάς του.

Όπως αναφέρει ο Francοis Cheng στο βιβλίο του για την ζωγραφική γλώσσα των κινέζων, «η χειρονομία του τραβήγματος μίας γραμμής πάνω σε μία επιφάνεια, αντιστοιχεί με την άλλη (χειρονομία), αυτή που ξεχωρίζει το Eνα από το χάος». Στην περίπτωση του Β. Γέρου η χειρονομία αυτή έχει ένα χαρακτήρα (αμετάκλητο), μια και δεν επιδέχεται διόρθωση. Tο ζωγραφικό πινέλο έχει αντικατασταθεί από το κοπίδι, που είναι το μοναδικό εργαλείο που χρησιμοποιεί. Aυτό σχεδιάζει, χαράζει, κόβει και δίνει το σχέδιο, το σχήμα, την μορφή.

Tο κοπίδι με τη συνδρομή του φωτός είναι όμως και αυτό που χρωματίζει. Tο μονόχρωμο φως των κυλινδρικών λαμπτήρων φθορισμού που βρίσκονται επιμελώς κρυμμένοι από τα πλαίσια, περνώντας μέσα από φίλτρα λέιζερ, εισχωρεί στην διάφανη χαραγμένη επιφάνεια του πλεξιγκλάς και καταγράφει σχηματικά κάθε χειρονομιακή επέμβαση του καλλιτέχνη. Tο οπτικό αποτέλεσμα μοιάζει με πολλές ακτίνες λέιζερ διαφόρων χρωμάτων, που είναι διατεθειμένες, ώστε να σχηματίζουν γεωμετρικές φόρμες, που συχνά ξεφεύγοντας απ’ την οριοθέτηση του πλαισίου τους, επεκτείνονται στα διπλανά πλαίσια, δημιουργώντας έτσι μεγαλύτερες συνθέσεις.

Ο διάλογος ανάμεσα στο σχέδιο και το χρώμα, που ενισχύεται ενίοτε από την οξύτητα των σχημάτων των πλαισίων, σε αντίθεση με την ηπιότητα της χρωματικής γκάμας, είναι διαρκής και μόνιμος. Ο κενός χώρος που δημιουργείται με την εγχάραξη, ντύνεται απ’ το φως, σε μια από τις πιο αρμονικές αλληλοσυμπληρώσεις των δύο αυτών στοιχείων και έχει σαν αποτέλεσμα την «υλοποίηση» οπτικά του άυλου φωτός, καθώς και την «ενεργοποίηση» του στατικού σχεδίου. Συγχρόνως η αυστηρότητα και η σκληρότητα της καλλιτεχνικής χειρονομίας (αφαίρεση ύλης), μετριάζεται απ' τη λεπτότητα και την ιλαρότητα του φωτός. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη φόντου, δεδομένου ότι το διάφανο υλικό επιτρέπει την οπτική επικοινωνία με τον χώρο πίσω και γύρω από το έργο συμπεριλαμβάνοντας τον έτσι στη σύνθεση κάνουν τα έργα του Β. Γέρου να μοιάζουν με σχέδια στον χώρο.

Eίναι η σύγχρονη εκδοχή των παλιών αυστηρών γραμμικών σχεδίων, που αποκτώντας θα 'λεγε κανείς οργανική ζωή έρχονται να προστεθούν στα ατελείωτα ερωτηματικά γύρω από τη φύση της τέχνης.

 

 

 Κατερίνα Κοσκινά

Σεπτέμβριος 1990