Ο Βασίλης Γέρος πλάθει το χρώμα με το φως. Όλα τα υλικά που χρησιμοποιεί είναι διάφανα: το πλεξιγκλάς, το ηλεκτρικό φως και τα φίλτρα. Αντικαθιστά το πινέλο, που μεταφέρει το χρώμα, με το κοπίδι. Στο πλήγμα της χαραγματιάς, το φως σταματά και μεταμορφώνεται σε χρώμα. Αιχμαλωτισμένο, το φως εμφανίζει την άυλη διάσταση του, μεταβάλλετε σε καθαρό χρώμα καθώς συγκρατείται στα τοιχώματα της χαρακιάς. Όταν φωτίζετε η διάφανη επιφάνεια του πλεξιγκλάς, χρωματίζονται τα χαραγμένα σχήματα.
Στα πρώτα έργα, τα ζωγραφικά επίπεδα διασταυρώνονται, συνθέτοντας νέους χρωματικούς παλμούς μέσα σε μια λιτή γραμμική γεωμετρία. Η επόμενη σειρά έργων χαρακτηρίζεται με το κύκλο και τη καμπύλη, που κυριεύουν τη διάφανη επιφάνεια του πλεξιγκλάς. Χρωματικά κύματα δονούνται σχηματίζοντας στο φως μια συμπαντική ηχώ.
Βγαίνοντας από το αρχικό ορθογώνιο πλαίσιο τους, τα πρόσφατα έργα του Βασίλη Γέρου εισβάλλουν στο χώρο. Αποκτούν μια τρισδιάστατη υπόσταση, εξέλιξη της ζωγραφικής προσβολής της επιφάνειας, που οδήγησε τον καλλιτέχνη στην επαναληπτική συσσώρευση των φύλλων του πλεξιγκλάς. Ο καλλιτέχνης αρχίζει να επεκτείνει το ζωγραφικό του πεδίο σε πλαστικές μορφές. Στα πρώτα έργα το κοπίδι σχημάτιζε μια ελαφριά χαραγματιά, ήταν σαν μια γραφή, στη συνέχεια οι ζωγραφικές του κινήσεις εντάθηκαν και απλώθηκαν, δημιουργώντας, πέρα από το σχήμα, νεφελώδης υφές.
Τώρα ο Βασίλης Γέρος εισβάλλει στο εσωτερικό της επίπεδης επιφάνειας. Ανοίγει διαύλους στο πάχος του πλεξιγκλάς. Το φως κυλά σε γαλάζιες σπείρες, συσσωρεύεται σε αιθέριες σφαίρες ή φλέγεται σε κόκκινες σήραγγες, σε αγωγούς και φυσαλίδες. Με την ίδια αυστηρή ακρίβεια που χάραζε το πλεξιγκλάς, ο καλλιτέχνης εισχωρεί τώρα, μέσα στην διαφάνεια, και λαξεύοντας την, αφήνει το φως να ρέει πλέον μέσα στα σμιλευμένα κοιλώματα της. Κάθε φύλλο πλεξιγκλάς, σαν μια αόρατη σκυτάλη συνεχίζει, ευρύνοντας ταυτόχρονα το σχέδιο, που εκτείνεται πλέον στο εσωτερικό του πλεξιγκλάς. Ο Βασίλης Γέρος έφθασε στη τρισδιάστατη επιφάνεια μέσα από το σχέδιο. Στα πρώτα έργα αγγίζει, σαν ένα ψίθυρο, τη λεία επιφάνεια. Τώρα ταξιδεύει μέσα στην άϋλη διαφάνεια, και πλάθει, στο κενό, το χρώμα με το φως.
Το έργο μήκους επτά μέτρων, σχηματίζεται χιλιοστό προς χιλιοστό, με υπομονή και εκπληκτική διόραση. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός όπου η άπειρη λεπτομέρεια του ανασχηματίζεται στη κάθε στιγμή που διαχέεται από το φως. Το έργο απλώνεται στο έδαφος, συνθέτοντας μια διαδρομή. Η πορεία της αναπτύσσει τη διάσταση του χρόνου, της δημιουργίας και της ύπαρξης. Η αρχή υπογραμμίζεται με την ευθεία, η καμπύλη σχηματίζει τη συνέχεια, έως ότου σ’ ένα σημείο, το έργο ορθώνετε πλέον κάθετα συμβολίζοντας, σαν μνημείο, μια ανοδική εξέλιξη.
Ο Βασίλης Γέρος φορτίζει το έργο του με μια εννοιολογική αντιπαράθεση δημιουργώντας κατ’ αυτό το τρόπο ένα δυναμικό χώρο μεταξύ αντιθέτων πόλων. Έτσι η απόλυτη διαφάνεια αποκτά την ιδιαίτερη υπόσταση της μέσα από τη προσβολή της. Το φως διάφανο, ελεύθερο, και άυλο, δίνει μορφή και χρώμα στα μέχρις χαραγμένα κοιλώματα. Δύο χρώματα, το κόκκινο και το μπλε, το ψυχρό και το θερμό μεταφέρουν την αίσθηση της αντίθεσης. Ενώ η διαφάνεια του υλικού αγγίζει, με τις εσώκλειστες μορφές, τις πτυχές της ζωής και στο άλλο άκρο, το μαύρο, κλειστό, μουντό, αδιαπέραστο, ηχεί ένα άγνωστο μυστήριο.
Μέσα από την αυστηρότητα της απόλυτης κίνησης του και την ακραία λιτότητα των υλικών που χρησιμοποιεί, μεταξύ ύλης και μη ύλης, το φως και το χρώμα συνθέτουν, στο έργο του Βασίλη Γέρου, μια λιτή εννοιολογική κοσμική διάσταση του αιώνιου κύκλου της μετουσίωσης της ζωής, όπου, μέσα από τους άπειρους ανασχηματισμούς της διάθλασης, όλα είναι πιθανά.
Κατερίνα Δροσοπούλου
Ιστορικός τέχνης